- τρίζοντες
- τρίζωutter a shrill crypres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίζοντες — οι, Ν (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικό εύρημα κατά την εξέταση τού θώρακα, αντιληπτό κυρίως στο τέλος τής εισπνοής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. τρίζων, οντος τού ρ. τρίζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (rales) crepitantes… … Dictionary of Greek
συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… … Dictionary of Greek
θεατρίζοντες — θεᾱτρίζοντες , θεατρίζω to be pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)